- ακρωρείται
- ἀκρωρεῑται οι (Α)[ἀκρώρεια]αυτοί που κατοικούν στις ακρώρειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρωρεῖται — inhabitants of mountain ridges masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρώρεια — Αρχαία ονομασία του υψιπέδου της Φολόης στην Ηλεία. Σήμερα ονομάζεται Κάπελη. * * * η (Α ἀκρώρεια) άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού (AM) το άκρον άωτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται] … Dictionary of Greek